υστέρα

υστέρα
η / ὑστέρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑστέρη Α
1. μήτρα
2. συνεκδ. η κοιλιά
αρχ.
(για ωοτόκα ζώα, ερπετά, ψάρια ή πτηνά) ωοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὑστέρα πρέπει να αναχθεί στον ΙΕ τ. *ūd «προς τα πάνω» (βλ. λ. ύστερος, ) και έχει σχηματιστεί με την κατάλ. -τέρα τού θηλ. τών επιθ. τού συγκριτικού βαθμού σε -τερος (πρβλ. ὕσ-τερος). Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον σχηματισμό στο βάθος τής μήτρας, στο πιο πίσω μέρος, και αυτή η σημ. δεν επιτρέπει την άμεση σύνδεση της με τον ομόρριζο αρχ. ινδ. τ. uttara- «αυτός που βρίσκεται από πάνω» (βλ. λ. ύστερος). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι η λ. ύστερα συνδέεται (μέσω τ. *ud-tera) με τη λ. ὕδερος και με τ. τών ΙΕ γλωσσών με σημ. «κοιλιά» (πρβλ. αρχ. ινδ. udara-, αβεστ. udara-, ΙΕ τ. *udero-, βλ. λ. ὕδερος), η οποία, όμως, δεν θεωρείται αναγκαία. Η λ. ὑστέρα διατηρήθηκε και στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό ιατρικών όρων, πολλοί από τους οποίους έχουν εισαχθεί ως αντιδάνειοι (πρβλ. υστερεκτομή* < hysterectomy)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὑστέρα — ὑστέρᾱ , ὕστερος latter fem nom/voc/acc dual ὑστέρᾱ , ὕστερος latter fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑστέρᾱ , ὑστέρα womb fem nom/voc/acc dual ὑστέρᾱ , ὑστέρα womb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέρᾳ — ὑστέρᾱͅ , ὕστερος latter fem dat sg (attic doric aeolic) ὑστέραι , ὑστέρα womb fem nom/voc pl ὑστέρᾱͅ , ὑστέρα womb fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύστερα — επίρρ. χρον. (από το επίθ. ύστερος) 1. μετά, έπειτα, κατόπι. 2. εκτός από αυτό, επίσης, εξάλλου: Ύστερα, σκέψου και το άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ύστερα — Ν επίρρ. βλ. ύστερος …   Dictionary of Greek

  • υστέρα — η 1. μήτρα (βλ. λ.). 2. κοιλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὕστερα — ὕστερον the afterbirth neut nom/voc/acc pl ὕστερος latter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέρας — ὑστέρᾱς , ὕστερος latter fem acc pl ὑστέρᾱς , ὕστερος latter fem gen sg (attic doric aeolic) ὑστέρᾱς , ὑστέρα womb fem acc pl ὑστέρᾱς , ὑστέρα womb fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέραι — ὑστέρᾱͅ , ὕστερος latter fem dat sg (attic doric aeolic) ὑστέρα womb fem nom/voc pl ὑστέρᾱͅ , ὑστέρα womb fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑστέραν — ὑστέρᾱν , ὕστερος latter fem acc sg (attic doric aeolic) ὑστέρᾱν , ὑστέρα womb fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕστερ' — ὕστερα , ὕστερον the afterbirth neut nom/voc/acc pl ὕστερα , ὕστερος latter neut nom/voc/acc pl ὕστερε , ὕστερος latter masc voc sg ὕστεραι , ὕστερος latter fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”